παντοφορείο(ν)

παντοφορείο(ν)
το
ονομασία που δόθηκε από τους λογίους τής εποχής στο ιπποκίνητο λεωφορείο που το 1836 άρχισε να εξυπηρετεί τη συγκοινωνία Αθήνας - Πειραιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -φορείο(ν) (< -φόρος < φέρω), πρβλ. λεω-φορείο. Η λ. αποτελεί απόδοση τού omnibus και μαρτυρείται από το 1852 στην εφημερίδα Βελτίωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”